- καρδιοφύλαξ
- καρδιο-φύλαξ, ακος, ὁ, Brustschild, der das Herz bewacht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρδιοφύλαξ — καρδιοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) αυτός που προφυλάσσει την καρδιά, δηλ. ο θώρακας … Dictionary of Greek
καρδιοφύλακα — καρδιοφύλαξ breastplate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοφύλακος — καρδιοφύλαξ breastplate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРУЖИЕ — • Arma. I. У греков. Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) … Реальный словарь классических древностей
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek